- αστραπιαία
- şimşek gibi, hızla
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek
αποβάτης — Εκείνος που στους αρχαίους ελληνικούς αγώνες είχε την ικανότητα να ανεβαίνει και να κατεβαίνει από το άλογό του ή το άρμα του, ενώ αυτό βρισκόταν σε κίνηση. To αγώνισμα των α. ήταν γνωστό στην αρχαία Ελλάδα από πολύ παλιά, κυρίως όμως γινόταν… … Dictionary of Greek
αργός — I Πόλη (υψόμ. 40 μ., 24.239 κάτ.), του νομού Αργολίδος, έδρα του ομώνυμου δήμου. Χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης, διατήρησε το ίδιο όνομα από πανάρχαια χρόνια. Σήμερα είναι ανεπτυγμένο εμπορικό και βιομηχανικό κέντρο με ωραία ρυμοτομία.… … Dictionary of Greek
κεραυνοβόληση — η (ΑΜ κεραυνοβόλησις) [κεραυνοβολώ] το χτύπημα με κεραυνό νεοελλ. 1. αστραπιαία επίθεση εναντίον κάποιου, κεραυνοβόλα ενέργεια 2. μτφ. κατάπληξη αποσβόλωση … Dictionary of Greek
κεραυνοφόρος — ο, θηλ. και α (ΑΜ κεραυνοφόρος, ον) αυτός που κρατά και χειρίζεται τον κεραυνό («χεῑρες κεραυνοφόροι», Κάλβ.) μσν. αυτός που δρα αστραπιαία και αποτελεσματικά αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ κεραυνοφόρος τίτλος ιερέα στη Σελεύκεια τής Πιερίας. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
μεταδίδω — (Α μεταδίδωμι, Μ μεταδίδω) 1. δίνω σε κάποιον κάτι δικό μου ή μέρος από κάτι, παρέχω («μετάδος φίλοισι σοῑσι σῆς εὐπραξίας», Ευρ.) 2. πληροφορώ κάποιον για κάτι που άκουσα ή έμαθα, γνωστοποιώ, ανακοινώνω, κοινοποιώ (α. «τα νέα μεταδόθηκαν… … Dictionary of Greek
πάλσις — πάλσις, ἡ (Α) [πάλλω] 1. το να πάλλει κάποιος κάτι, κραδασμός 2. αστραπιαία κίνηση 3. η παλμική κίνηση τής καρδιάς 4. (στον Επίκουρο) εσωτερική δόνηση, παλμός … Dictionary of Greek
φλας — το, Ν άκλ. 1. (φωτογρ.) συσκευή που παράγει αστραπιαία λάμψη επαρκούς για τη φωτογράφηση έντασης 2. δείκτης πορείας αυτοκινήτου. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. flash] … Dictionary of Greek
αλκυών ή αλκηδών — Πουλί της τάξης των κορακομόρφων της οικογένειας των αλκυονιδών ή αλκηδονιδών. Το πιο γνωστό είδος στην Ευρώπη εμφανίζεται με δυο ποικιλίες, την α. την ατθίδα και την α. τη δασεία. Η δεύτερη ζει και στην Ελλάδα και είναι γνωστή με τα κοινά… … Dictionary of Greek
Βοσνία-Ερζεγοβίνη — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο, που προέκυψε από τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας.Συνορεύει Β και Δ με την Κροατία και Α και Ν με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία.Το κράτος της Β. Ε. έχει μικρή διέξοδο στην Αδριατική Θάλασσα. Τα… … Dictionary of Greek
Γαυγάμηλα — Αρχαία πόλη της Ασσυρίας, στο σημερινό Ιράκ, Α του Τίγρη ποταμού και Δ του παραποτάμου του Μεγάλου Ζάβα (αρχαίου Λύκου). Κατά τον Αρριανό, απείχε από τα αρχαία Άρβηλα (σημερινό Ερμπίλ) εξακόσια στάδια, δηλαδή περίπου 110 χλμ. Κατά τον γεωγράφο… … Dictionary of Greek